Περιγραφή
Ήταν Παρασκευή απόγευμα, λίγο μετά τις 7, όταν ήρθε το μήνυμα από άγνωστο νούμερο.
«Καλησπέρα Chris. Διάβασα την αγγελία σου και… ειλικρινά δεν ξέρω πώς να το πω. Είμαι παντρεμένος, 41, με δύο παιδιά. Ποτέ δεν έχω κάνει κάτι τέτοιο. Απλά τελευταία νιώθω ότι χρειάζομαι να χαλαρώσω πραγματικά, αλλά φοβάμαι ότι αν έρθω θα… ξέρεις… δεν θα ανταποκριθώ. Μπορεί να μην καυλώσω καθόλου. Είναι πρόβλημα αυτό;»
Η φωνή πίσω από τα γράμματα ήταν σφιγμένη, σαν να κρατούσε την ανάσα του χρόνια. Ένιωθα τον φόβο του, τη βαριά ευθύνη της οικογένειας πάνω στους ώμους του, την κρυφή ανάγκη να αφεθεί έστω για μία ώρα χωρίς να κριθεί. Του απάντησα αργά, με ηρεμία:
«Καλησπέρα φίλε. Καμία απολύτως υποχρέωση. Έλα για ένα απλό μασάζ, να φύγει η ένταση από το σώμα σου. Ό,τι νιώσεις εσύ, αυτό θα γίνει. Τίποτα παραπάνω, τίποτα λιγότερο.»
Μετά από δέκα λεπτά σιωπής: «Εντάξει… θα έρθω στις 9. Μην με πιέσεις όμως, σε παρακαλώ.»
«Ποτέ δεν πιέζω κανέναν. Μόνο χαλαρώνω.»
Στις 9 ακριβώς χτύπησε το κουδούνι. Τον είδα: 1,85, γεροδεμένος αλλά με εκείνη τη μικρή κοιλίτσα που βγάζουν οι μπαμπάδες που τρέχουν όλη μέρα. Γκρίζα μαλλιά στους κροτάφους, γαλάζια μάτια που δεν τολμούσαν να με κοιτάξουν κατευθείαν, σφιγμένο σαγόνι. Φορούσε ένα σκούρο πουκάμισο και τζιν, σαν να είχε έρθει κατευθείαν από γραφείο.
«Γεια σου… είμαι ο Γιώργος,» μουρμούρισε και κοίταξε το πάτωμα.
«Καλωσήρθες Γιώργο. Έλα μέσα, κάτσε.»
Τον οδήγησα στον καναπέ. Τα χέρια του ήταν σταυρωμένα, τα πόδια του κουνιόνταν νευρικά.
«Άκου Chris… είμαι παντρεμένος, το ξέρεις. Δεν είμαι… τέτοιος. Απλά κουράστηκα. Θέλω να κοιμηθώ μια νύχτα χωρίς να σκέφτομαι λογαριασμούς και παιδιά. Αλλά αν δεν καυλώσω, μην το πάρεις προσωπικά, εντάξει;»
Τον κοίταξα στα μάτια και του χαμογέλασα ήρεμα.
«Γιώργο, σήμερα δεν ήρθες για να καυλώσεις. Ήρθες για να αναπνεύσεις. Όλα τα άλλα είναι δικά σου. Εγώ απλά θα είμαι εδώ.»
Αναστέναξε βαθιά, σαν να έβγαλε έναν τόνο από πάνω του.
«Εντάξει… ας το κάνουμε.»
Του είπα να βγάλει τα ρούχα του και να ξαπλώσει μπρούμυτα. Κράτησε το γκρι boxer του – κλασικά, ντροπαλός στην αρχή. Χαμήλωσα τα φώτα, έβαλα αργή lounge μουσική, άναψα το κερί με σανταλόξυλο και βανίλια. Ζεστό λάδι στις παλάμες μου, ξεκίνησα από τους ώμους.
«Θεέ μου…» ψιθύρισε μέσα σε πέντε δευτερόλεπτα. «Πού ήσουν τόσο καιρό;»
Οι μύες του ήταν πέτρα. Δούλεψα αργά την πλάτη του, τον αυχένα, τα χέρια. Κάθε φορά που πίεζα έναν κόμπο, έβγαζε έναν μικρό λυγμό ανακούφισης. Κατέβηκα στα πόδια, ζύμωσα τις γάμπες του που ήταν σφιγμένες από το τρέξιμο όλης της εβδομάδας. Όταν έφτασα στους μηρούς, ένιωσα το σώμα του να λιώνει.
«Γιώργο… θέλεις να βγάλω το εσώρουχο; Θα είναι πιο ελεύθερο το μασάζ.»
Σιωπή δυο δευτερολέπτων. Ύστερα, σχεδόν ψιθυριστά:
«Βγάλε το… δεν με νοιάζει πια.»
Το έβγαλα αργά. Ο κώλος του ήταν σφιχτός, αντρικός, με λίγο τρίχωμα – ακριβώς όπως τον φανταζόμουν. Έριξα λάδι, ζύμωσα βαθιά, πέρασα τα δάχτυλά μου απαλά γύρω από την τρύπα του, όχι μέσα, μόνο για να νιώσει τη ζέστη. Το σώμα του ανατρίχιασε ολόκληρο.
«Γύρνα ανάσκελα,» του είπα χαμηλόφωνα.
Το έκανε. Ο πούτσος του ήταν μισό-σκληρός ήδη, χοντρός, με εκείνη την ωραία καμπύλη, γύρω στα 18 εκατοστά. Προσπάθησε να τον καλύψει με το χέρι του από ντροπή.
«Μην,» του είπα γλυκά. «Είναι όμορφος. Άστον να είναι.»
Κοκκίνισε σαν έφηβος. Ξεκίνησα μασάζ στο στήθος του, έπαιξα λίγο με τις θηλές του – σκλήραιναν αμέσως. Το αναστεναγμό του δεν τον συγκράτησε.
«Chris… δεν το πιστεύω… είμαι καυλωμένος σαν πρωτάρης.»
«Το βλέπω,» του είπα και χαμογέλασα. «Θέλεις να συνεχίσω εκεί;»
Με κοίταξε στα μάτια. Είδα τον παντρεμένο Γιώργο να εξαφανίζεται και έναν άντρα που απλά ήθελε να νιώσει να παίρνει τη θέση του.
«Κάν’ τον ό,τι θέλεις…»
Άπλωσα λάδι, τον έπιασα αργά, πάνω-κάτω, γύρω από την κεφαλή, πίεσα ελαφρά τη βάση. Σε δέκα δευτερόλεπτα ήταν πέτρα, οι φλέβες του πετάγονταν, το προ-χύσιμο έτρεχε. Τον έβαλα στο στόμα μου αργά, βαθιά, μέχρι τέρμα. Τα αρχίδια του σφίγγανε ήδη.
«Μαλάκα μου… δεν έχω νιώσει έτσι ποτέ,» είπε με φωνή που έσπαγε.
Τον δούλεψα σιγά στην αρχή, μετά πιο γρήγορα, ρουφώντας, γλείφοντας, παίζοντας με τη γλώσσα κάτω από την κεφαλή. Τα χέρια του άρπαξαν το κεφάλι μου, όχι για να με πιέσει, αλλά γιατί δεν ήξερε πού αλλού να πιαστεί. Όταν ένιωσα ότι ερχόταν, τον πήρα ολόκληρο μέχρι μέσα και τον κράτησα εκεί. Έχυσε με έναν βαθύ, ζωώδη ήχο – πέντε-έξι δυνατά χύσια, καυτά, πηχτά, που τα κατάπια όλα ενώ αυτός έτρεμε ολόκληρος.
Έμεινε ξαπλωμένος, με τα μάτια κλειστά, να παίρνει βαθιές ανάσες. Μετά γύρισε και με κοίταξε.
«Δεν ξέρω τι να πω… ευχαριστώ. Πραγματικά ευχαριστώ.»
«Δεν χρειάζεται να πεις τίποτα,» του είπα. «Μόνο να θυμάσαι πώς είναι να αναπνέεις ελεύθερα.»
Σηκώθηκε, ντύθηκε σιωπηλά, μου έδωσε ένα σφιχτό χέρι και ένα βλέμμα που έλεγε τα πάντα. Στην πόρτα γύρισε:
«Θα ξανάρθω… όταν το χρειαστώ πάλι. Και ξέρω ότι θα το χρειαστώ.»
Έφυγε. Και εγώ ήξερα ότι η επόμενη φορά θα είναι πιο εύκολη. Και πιο βαθιά.
Δευτέρα έως Κυριακή 10:00–00:00 (περιορισμένα ραντεβού)
☎️ 95 168 666 (WhatsApp / Μήνυμα / Κλήση)
Πρωτόκολλο Απόλυτης Εχεμύθειας & Διακριτικότητας – πάντα ίδιο, πάντα αδιαπραγμάτευτο.
Chris