Περιγραφή
Φτάνει στο μέρος του Chris, ένα διακριτικό στούντιο σε μια ήσυχη γειτονιά της Λεμεσού. Μπαίνει μέσα ο χώρος είναι πολυτελής, σαν να ‘χει βγει από περιοδικό. Χαμηλός φωτισμός από κρυφά φωτάκια ρίχνει σκιές στους τοίχους, και μια απαλή, instrumental μουσική γεμίζει τον αέρα, σαν να σε τυλίγει σιγά-σιγά. Είναι ζεστό, πυκνό, σαν να μπαίνεις σε όνειρο. Ο Chris στέκεται εκεί, ψηλός, λιγνός, με τα καστανά μαλλιά του να γυαλίζουν από χρυσές ανταύγειες κάτω από το απαλό φως. Το μούσι του, περιποιημένο και πυκνό, πλαισιώνει το πρόσωπό του σαν έργο τέχνης, και η λευκή στολή του, καθαρή και κομψή, του δίνει μια αύρα που λέει «εγώ ξέρω τι κάνω». Κάνει ένα νεύμα στον Κώστα, σύντομο, σιωπηλό, σαν να λέει «ξάπλα, τώρα».
Ο Κώστας πετάει το σακάκι του, ξεκουμπώνει το πουκάμισο με χέρια βαριά από την κούραση, και βγάζει τα παπούτσια που του ‘χουν κάνει τα πόδια σκόνη. Ξαπλώνει μπρούμυτα στο κρεβάτι μασάζ, γυμνός, με το σώμα του να βαραίνει σαν να κουβαλάει ακόμα το στρες της μέρας. Ο Chris ρίχνει ζεστό λάδι στην πλάτη του – το νιώθει να πέφτει σαν αργή βροχή, να κυλάει από τον αυχένα στους ώμους, να γλιστράει στα πλευρά σαν να ξεπλένει κάθε ένταση. Η μουσική δένει με την αίσθηση, και πριν προλάβει να σκεφτεί, τα χέρια του Chris πέφτουν πάνω του.
Αρχίζει από τους ώμους. Τα δάχτυλά του μπαίνουν βαθιά, πιάνουν τους κόμπους από τις ώρες πάνω στα σχέδια, και τους σπάνε με δυνατές, σίγουρες κινήσεις. Οι αντίχειρές του σκάβουν κάτω από τις ωμοπλάτες, πιέζουν μέχρι η πλάτη του Κώστα να τρίξει, και το σφίξιμο λιώνει σαν να ‘ναι χιόνι στον ήλιο. «Χαλάρωσε», λέει ο Chris, η φωνή του βαριά, και ο Κώστας παραδίνεται – οι μύες του μαλακώνουν, το βάρος φεύγει, και η ανάσα του πέφτει στον ρυθμό της μουσικής.
Ο Chris κατεβαίνει χαμηλότερα. Τα χέρια του αρπάζουν τα κωλομέρια του Κώστα με δύναμη, τα ζουλάνε σαν να ‘ναι δικά του. Τα ανοίγει, το δέρμα τεντώνεται και καίγεται, και τα δάχτυλά του γλιστράνε ανάμεσα, ελαφρά, ίσα για να τον κάνουν να ανατριχιάσει. Μετά τα χτυπάει – δυο κοφτά, παιχνιδιάρικα χαστούκια που κάνουν τον Κώστα να σφίξει τα δόντια από την ξαφνική φωτιά. Τα ξαναπιάνει, τα μαλάζει με κυκλικές κινήσεις, και η κούραση της μέρας σβήνει, δίνοντας τη θέση της σε μια κάψα που ανεβαίνει αργά.
Τον γυρίζει ανάσκελα. Ο Κώστας νιώθει το απαλό φως να πέφτει στο πρόσωπό του, η μουσική να τον κρατάει σε λήθαργο, και τα χέρια του Chris να παίρνουν τον έλεγχο. Αρχίζει από τον λαιμό – οι αντίχειρές του τρίβουν τα πλάγια, οι παλάμες πιέζουν τις κλειδώσεις, και το σφίξιμο από τη μέρα εξαφανίζεται. Κατεβαίνει στο στήθος, πιάνει τις θηλές, τις στρίβει δυνατά μέχρι ο Κώστας να βγάλει έναν πνιχτό ήχο, και η πίεση στέλνει ρίγη στο κορμί του. Οι αρθρώσεις του πιέζουν την κοιλιά, οι μύες σφίγγονται και μετά χαλαρώνουν, και το στρες εξατμίζεται σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Φτάνει στους προσαγωγούς. Τα πόδια του Κώστα ανοίγουν, και τα χέρια του Chris χώνονται βαθιά, πιέζουν τους σφιχτούς μύες, και οι φλέβες του καίνε σαν να τρέχει λάβα. Πιάνει τα αρχίδια του, τα ζυγίζει στην παλάμη του, τα σφίγγει ελαφρά στην αρχή, μετά πιο δυνατά, και ο Κώστας νιώθει το κεφάλι του να γυρίζει από την πίεση. Τα μαλάζει αργά, το λάδι τα κάνει να γλιστράνε, και η πούτσα του σκληραίνει μόνη της, σαν να φωνάζει για προσοχή.
Και τότε ο Chris γίνεται ωμός, σταράτος, καυλιάρης. Αρπάζει την πούτσα του Κώστα με την παλάμη του, την σφίγγει από τη βάση και την ανεβάζει μέχρι την κεφαλή, αργά, με το λάδι να κάνει κάθε κίνηση βαριά και γλιστερή. Την τρίβει δυνατά, την τραβάει, και μετά βάζει το στόμα του – ζεστός αέρας χτυπάει την κεφαλή, η γλώσσα του γλιστράει γύρω από τα αρχίδια, τα ρουφάει ένα-ένα, και η ανάσα του καίει σαν φωτιά. Επιστρέφει στα χέρια – το ένα δουλεύει την πούτσα, την σφίγγει και την ανεβοκατεβάζει με ρυθμό που σπάει κάθε έλεγχο, ενώ το άλλο πιάνει τα αρχίδια, τα στρίβει, τα τραβάει, τα ζουλάει μέχρι να νιώθει ο Κώστας ότι θα σκάσει. Η πούτσα του πάλλεται, σκληρή σαν πέτρα, και τα αρχίδια του σφίγγονται, έτοιμα να αδειάσουν. Ο Chris δεν σταματάει – την χτυπάει ελαφρά, την σφίγγει πιο δυνατά, και μετά πάλι το στόμα, ρουφώντας την κεφαλή μέχρι ο Κώστας να βγάλει έναν βαθύ, ζωώδη ήχο.
Όταν χύνει, χύνει σαν να ‘χει να αδειάσει μήνες – τα πάντα εκτοξεύονται, το κορμί του τρέμει, και ο Chris συνεχίζει, στραγγίζει κάθε γαμημένη σταγόνα, πιέζοντας τα αρχίδια μέχρι να τα νιώθει άδεια, στυμμένα, λιωμένα. Ο Κώστας μένει εκεί, ξαπλωμένος, με το απαλό φως να πέφτει πάνω του, τη μουσική να τον νανουρίζει, και το κορμί του να σιγοκαίει ακόμα από την κάβλα.
Βγαίνει από το στούντιο σαν να ‘χει πετάξει τη ζωή του συνεδρίου για πάντα. Τα πόδια του τρέμουν, η πούτσα του ακόμα πάλλεται ελαφρά, και τα αρχίδια του είναι ελαφριά σαν να ‘χουν απελευθερωθεί. Η Λεμεσός γίνεται ο παράδεισός του, και το μόνο που σκέφτεται είναι πότε θα ξαναπάει – για τον Chris, για το λιώσιμο, για την ωμή, καυλιάρικη ανακούφιση που τον κάνει να θέλει να χύσει ξανά μόνο που το σκέφτεται.