Περιγραφή
Ο Κωνσταντίνος, 34 χρονών, λογιστής, με γυαλιά, κοντό μαλλί και το βλέμμα βαρύ από τις ατελείωτες ώρες στο γραφείο, ήταν βυθισμένος στη ζωή του οικογενειάρχη. Παντρεμένος, με δύο μικρά παιδιά, δεν είχε ποτέ σκεφτεί να τον αγγίξει άντρας. Η ζωή του ήταν νούμερα, προθεσμίες και ΦΠΑ. Όμως εκείνη την Παρασκευή, μετά από μια εξουθενωτική μέρα, ένιωθε εξαντλημένος αλλά φορτισμένος, με μια ένταση που τον έπνιγε. Ήθελε να εκτονωθεί πριν γυρίσει στη ρουτίνα του σπιτιού.
Καθώς σκρόλαρε στο κινητό του, έπεσε πάνω σε μια αγγελία στο kanesex: «Πίπα έργο τέχνης από άντρα που ξέρει. Δοκίμασε, και θα χάσεις το μυαλό σου.» Γέλασε αμήχανα, αλλά η περιέργεια τον τσίμπησε. «Μια φορά, ποιος θα μάθει;» σκέφτηκε. Αντί να τηλεφωνήσει, έστειλε μήνυμα, με τα δάχτυλά του να τρέμουν: «Είδα την αγγελία σου. Είσαι διαθέσιμος;»
«Έλα, πέρνα από το κέντρο. Θα περάσεις καλά,» απάντησε ο Chris, με μια σύντομη, πονηρή απάντηση που έκανε την καρδιά του Κωνσταντίνου να χτυπήσει πιο γρήγορα.
Καθ’ οδόν για το διαμέρισμα, ο Κωνσταντίνος ένιωθε αμήχανος, σχεδόν γελοίος. «Τι κάνω;» αναρωτιόταν, με το στομάχι του σφιγμένο. Ήταν έτοιμος να γυρίσει πίσω, αλλά η περιέργεια τον έσπρωχνε. Όταν έφτασε, ο Chris, ψηλός, λεπτός, με κοντό μούσι και μαύρο φανελάκι, τον υποδέχτηκε με χαλαρή αυτοπεποίθηση. «Πέρνα, ξάπλωσε,» είπε, δείχνοντας ένα κρεβάτι μασάζ με λευκό σεντόνι.
«Κοίτα, δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο. Είμαι παντρεμένος, με παιδιά, δεν είμαι... τέτοιος τύπος,» είπε ο Κωνσταντίνος, με τη φωνή του γεμάτη ένταση, κρατώντας το σακάκι του σαν να ήταν η τελευταία του άμυνα.
«Χαλάρωσε, φίλε. Απλά άφησέ το σε μένα,» είπε ο Chris, με ένα χαμόγελο που διέλυσε λίγο από την αμηχανία.
Ο Κωνσταντίνος ξάπλωσε, με το σώμα του σφιχτό, το μυαλό του γεμάτο αμφιβολίες. Όμως, τη στιγμή που ο Chris ξεκούμπωσε το παντελόνι του και ξεκίνησε, όλα άλλαξαν μαγικά. Η αμηχανία εξαφανίστηκε, σαν να έσβησε κάποιος διακόπτης. Ο Chris πήρε τον πούτσο του με σταθερή, απαλή λαβή, γλιστρώντας τα δάχτυλά του από τη βάση στην κεφαλή, πιέζοντας τις φλέβες με ακρίβεια. Το άλλο του χέρι χάιδευε τα αρχίδια, πότε σφίγγοντάς τα ελαφρά, πότε τραβώντας τα απαλά, κάνοντας τον Κωνσταντίνο να ανατριχιάσει.
Έφτυσε στην κεφαλή, φύσηξε ζεστό αέρα και μετά κρύο, στέλνοντας κύματα ηδονής. Η γλώσσα του κύλησε αργά γύρω από την κεφαλή, πιέζοντας την ευαίσθητη σχισμή, ενώ τα χείλη του την πιπίλιζαν απαλά. Πήρε τον πούτσο βαθιά, μέχρι το λαιμό, με τα χείλη του να σφίγγουν τη βάση και τη γλώσσα να χορεύει στην κάτω πλευρά. Εναλλασσόταν: αργά και βαθιά, μετά γρήγορα και ρηχά, με μικρές παύσεις για να γλείψει την κεφαλή με κοφτές κινήσεις.
Το χέρι του δούλευε τα αρχίδια με δεξιοτεχνία, πιέζοντας, χαϊδεύοντας, τραβώντας. Μια στιγμή, έγραψε ελαφρά την κεφαλή με τα δόντια του, ίσα για να στείλει ρίγη, και αμέσως μετά τα χείλη του τύλιξαν την κεφαλή, πιπιλίζοντας δυνατά. Ο αντίχειράς του πίεσε το περίνεο, κάνοντας κυκλικές κινήσεις που έκαναν τον Κωνσταντίνο να βογκήξει.
«Ρε φίλε, θα τελειώσω!» φώναξε, με τη φωνή του να σπάει. Ο Chris επιτάχυνε, το στόμα του σαν μηχανή, το χέρι του να σφίγγει τα αρχίδια. Ο Κωνσταντίνος τελείωσε με ένα δυνατό βογκητό, το σώμα του να τρέμει ολόκληρο. Ο Chris συνέχισε απαλά, πιέζοντας μέχρι την τελευταία σταγόνα.
«Είκοσι ευρώ,» είπε ο Chris, σκουπίζοντας το στόμα του με ένα χαμόγελο. Ο Κωνσταντίνος, ακόμα ζαλισμένος, πλήρωσε. «Δεν ξέρω τι έγινε, αλλά... ήταν μαγικό,» είπε, δένοντας τη ζώνη του.
«Σ’ το ‘πα. Όποτε θες, ξέρεις πού είμαι,» απάντησε ο Chris.
Ο Κωνσταντίνος βγήκε στον δρόμο, το μυαλό του θολό, αλλά με μια παράξενη αίσθηση ελευθερίας. Καθώς οδηγούσε προς το σπίτι, στη γυναίκα και τα παιδιά του, ένα μικρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Ήξερε ότι δεν θα το ξανάκανε – ή τουλάχιστον, έτσι έλεγε στον εαυτό του.