Περιγραφή
Μια Παρασκευή που Έκαψε τα Πάντα
Ο Νίκος, 34 ετών, λογιστής, με γυαλιά, κοντό μαλλί και βλέμμα βαρύ από τις ατελείωτες ώρες πάνω από υπολογιστικά φύλλα, ζούσε βυθισμένος στη ρουτίνα του οικογενειάρχη. Παντρεμένος, με δύο μικρά παιδιά, η ζωή του ήταν γεμάτη ΦΠΑ, προθεσμίες και παιδικές φωνές. Όμως εκείνη την Παρασκευή, μετά από μια εξοντωτική μέρα, ένιωθε μια φωτιά μέσα του, μια ένταση που τον έπνιγε. Ήθελε να εκτονωθεί, να ξεφύγει από το γνώριμο.
Καθώς σκρόλαρε στο κινητό του, με το μυαλό θολό από την κούραση, έπεσε πάνω σε μια αγγελία στο kanesex: «Πίπα που θα σε στείλει αδιάβαστο. Άντρας που ξέρει να σε κάνει να λιώσεις.» Ο Νίκος γέλασε νευρικά, αλλά η περιέργεια τον τράβηξε σαν μαγνήτης. «Μια φορά, ποιος θα μάθει;» σκέφτηκε, με την καρδιά του να χτυπάει δυνατά. Έστειλε μήνυμα, τα δάχτυλά του να ιδρώνουν: «Είδα την αγγελία σου. Είσαι διαθέσιμος, Chris;»
«Έλα τώρα, κέντρο. Θα σε κάνω να ξεχάσεις τα πάντα,» απάντησε ο Chris, με μια λακωνική, τολμηρή υπόσχεση που έκανε τον Νίκο να ανατριχιάσει.
Στον δρόμο για το διαμέρισμα, ο Νίκος ένιωθε το στομάχι του δεμένο κόμπο. «Τι στο διάολο κάνω;» αναρωτιόταν, κρατώντας το τιμόνι σφιχτά, έτοιμος να κάνει αναστροφή. Όμως η φλόγα της περιέργειας τον έσπρωχνε μπροστά. Όταν έφτασε, ο Chris τον υποδέχτηκε: ψηλός, λεπτός, με κοντό μούσι, μαύρο στενό φανελάκι και ένα βλέμμα που έκοβε την ανάσα. «Πέρνα, ξάπλωσε,» είπε, δείχνοντας ένα κρεβάτι μασάζ καλυμμένο με μαύρο σατέν σεντόνι.
«Κοίτα, δεν έχω ξανακάνει κάτι τέτοιο. Είμαι παντρεμένος, έχω παιδιά, δεν είμαι… τέτοιος,» είπε ο Νίκος, με τη φωνή του να τρέμει, κρατώντας το σακάκι του σαν ασπίδα. Ο Chris χαμογέλασε πονηρά, πλησιάζοντας ελαφρά. «Χαλάρωσε, Νίκο. Άφησέ το σε μένα. Θα σε πάω αλλού.»
Ο Νίκος ξάπλωσε, το σώμα του τσιτωμένο σαν χορδή. Ο Chris γονάτισε μπροστά του, ξεκουμπώνοντας το παντελόνι του με αργές, σκόπιμες κινήσεις. Τα δάχτυλά του, ζεστά και σταθερά, τύλιξαν τον πούτσο του Νίκου, γλιστρώντας από τη βάση στην κεφαλή, πιέζοντας ελαφρά τις φλέβες. Με το άλλο χέρι, χάιδεψε τα αρχίδια, πότε σφίγγοντάς τα απαλά, πότε τραβώντας τα με μια υποψία πόνου που έκανε τον Νίκο να ανασάνει απότομα.
Ο Chris έφτυσε πάνω στην κεφαλή, το σάλιο του να γυαλίζει κάτω από το απαλό φως. Φύσηξε ζεστό αέρα, μετά κρύο, στέλνοντας κύματα που έκαναν το κορμί του Νίκου να σπαρταράει. Η γλώσσα του κύλησε αργά, γλείφοντας την ευαίσθητη σχισμή με μικρές, κοφτές κινήσεις, πριν τυλίξει την κεφαλή με τα χείλη του, πιπιλίζοντας δυνατά. Πήρε τον πούτσο βαθιά, μέχρι το λαιμό, με τα χείλη του να σφίγγουν τη βάση και τη γλώσσα του να χορεύει στην κάτω πλευρά, γλιστρώντας με ρυθμό που έκοβε την ανάσα.
Εναλλασσόταν με δεξιοτεχνία: αργά και βαθιά, μετά γρήγορα και ρηχά, σταματώντας για να δαγκώσει ελαφρά την κεφαλή, ίσα για να στείλει ρίγη πόνου και ηδονής. Τα δάχτυλά του δούλευαν τα αρχίδια, πιέζοντας και τραβώντας, ενώ ο αντίχειράς του γλίστρησε πιο κάτω, πιέζοντας το περίνεο με κυκλικές κινήσεις. Ξαφνικά, το δάχτυλό του, υγρό από λιπαντικό, μπήκε αργά στον κώλο του Νίκου, βρίσκοντας το σημείο που έκανε το κορμί του να τιναχτεί. «Πούστη μου, τι κάνεις;» ψέλλισε ο Νίκος, αλλά το βογκητό του πρόδωσε την απόλαυση.
Ο Chris χαμογέλασε πονηρά, επιταχύνοντας. Το στόμα του δούλευε σαν μηχανή, πιπιλίζοντας και γλείφοντας, ενώ το δάχτυλό του πίεζε ρυθμικά μέσα του. Ο Νίκος έχανε τον έλεγχο, το κορμί του έτρεμε, τα χέρια του έσφιγγαν το σεντόνι. «Θα… τελειώσω, ρε!» φώναξε, με τη φωνή του να σπάει. Ο Chris δεν σταμάτησε, πιέζοντας πιο βαθιά, πιπιλίζοντας πιο δυνατά, μέχρι που ο Νίκος εξερράγη με ένα πρωτόγονο βογκητό, το σώμα του να συσπάται ανεξέλεγκτα. Ο Chris συνέχισε, γλείφοντας απαλά, ρουφώντας κάθε σταγόνα, μέχρι που ο Νίκος έμεινε ξαπλωμένος, λαχανιασμένος, με το μυαλό θολό.
«Είκοσι ευρώ,» είπε ο Chris, σκουπίζοντας το στόμα του με ένα αλαζονικό χαμόγελο. Ο Νίκος, ακόμα χαμένος στην ένταση, έβγαλε το πορτοφόλι του και πλήρωσε. «Ρε φίλε… ήταν σαν να πέθανα και ξαναγεννήθηκα,» είπε, δένοντας τη ζώνη του με τρεμάμενα χέρια.
«Σ’ το ‘πα. Όποτε θες, εδώ είμαι,» απάντησε ο Chris, ακουμπώντας στον τοίχο με μια αυτοπεποίθηση που έκανε τον Νίκο να κοκκινίσει.
Βγαίνοντας στον δρόμο, ο Νίκος ένιωθε το κορμί του ελαφρύ, σαν να είχε πετάξει ένα βάρος. Οδηγώντας προς το σπίτι, στη γυναίκα και τα παιδιά του, ένα πονηρό χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. «Μια φορά μόνο,» μονολόγησε, αλλά βαθιά μέσα του ήξερε ότι ο Chris είχε αφήσει μια πόρτα ορθάνοιχτη.